Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ τοῦ θεοῦ μαντεῖα

См. также в других словарях:

  • Άμμων — I Αιγυπτιακή θεότητα, το όνομα της οποίας σημαίνει ο κρυμμένος. Αρχικά ήταν ένας από τους οκτώ βασικούς θεούς που λάτρευε το ιερατείο της Ερμούπολης. Μετά τη μετατόπιση του κέντρου λατρείας του στις Θήβες, την εποχή της 11ης δυναστείας, και την… …   Dictionary of Greek

  • προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… …   Dictionary of Greek

  • ύμνος — Ποιητικομουσική σύνθεση, της οποίας κεντρικό στοιχείο είναι –από αρχαιοτάτων χρόνων– η εξύμνηση, ακόμα και τελετουργική, των θεοτήτων, των ηρώων, των δυνάμεων της φύσης. Στην έννοια αυτή περιλαβαίνονται οι μαγικοί ύ. των πρωτόγονων λαών, οι… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …   Dictionary of Greek

  • Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… …   Dictionary of Greek

  • Δωδώνη — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 100 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα Ν των Ιωαννίνων, στους βόρειους πρόποδες του όρους Τόμαρος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωδώνης. Σε απόσταση 22 χλμ. από τον οικισμό Δ.,… …   Dictionary of Greek

  • ιερό — Χώρος στον οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, κάποια θεότητα εκδήλωνε την παρουσία της και δεχόταν εκεί τη λατρεία των πιστών. Η έννοια του ι. ήταν επίσης γνωστή και σε άλλους λαούς. Στην αρχαία ελληνική θρησκεία αποτελούσε εξέλιξη του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»